θηλυκῶς

θηλυκῶς
θηλυκός
woman-like
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θηλυκώς — θηλυκός woman like masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυκός — ή, ό και ός, ιά, ό (ΑΜ θηλυκός, ή, όν) [θήλυς] 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο που φέρει και αναπτύσσει τα γονιμοποιούμενα αναπαραγωγικά κύτταρα, ο θήλυς 2. γραμμ. αυτός που αναφέρεται στο θηλυκό γένος (α. «θηλυκό όνομα» ουσιαστικό …   Dictionary of Greek

  • χάλκανθον — τὸ, ΜΑ μσν. το χρυσάνθεμο αρχ. θειικός χαλκός που χρησιμοποιούσαν σε διάλυμα για μελάνη γραφής και για βαφή δερμάτων και υποδημάτων («τὸ καλούμενον χάλκανθον οὐδετέρως ἢ ὡς ἔνιοι χάλκανθος ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • ԻԳԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0844 Chronological Sequence: 5c մ. θηλυκῶς foeminino genere Իգական ձայնիւ ըստ քերականաց. *Բազում ինչ է՝ որ յեբրայեցին արուաբար ասի, եւ ʼի յոյնն իգաբար. Կիւրղ. թագ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”